- χερνητικός
- -ή, -όν, Α [χερνής / χερνήτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χερνήτη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χερνητικόνη τάξη τού δήμου που εργαζόταν («τὸ χερνητικὸν καὶ τὸ μικρὰν ἔχον οὐσίαν ὥστε μὴ δύνασθαι σχολάζειν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.